Αν και σκύλος μπήκε στο καφενείο σαν βρεγμένη γάτα. Σκελετωμένος, μαδημένος, πληγωμένος, ελεεινός. Ενα καφετί κουρέλι. Κάθισε σε μια γωνιά και άρχισε να παρακολουθεί τους πάντες και τα πάντα με τα πανέξυπνα μάτια του. Από πού ήλθε; Αγνωστο. Αγνωστος μεταξύ γνωστών, όλοι μας μέσα στο καφενείο. Ξαφνικά έπεσε στο πάτωμα το κομπολόι κάποιου από τους θαμώνες. Ο σκύλος έτρεξε, το έπιασε με το στόμα του και το έφερε στον κάτοχό του, που τον κοίταξε έκπληκτος. Σε λίγο έπεσε κάτω και ένα ζάρι από κάποιο τάβλι. Ο σκύλος το έπιασε απαλά με τα χείλια του, το πήγε στο τραπέζι και ξανακάθισε στη γωνιά του. "Τι είναι αυτό ρε;", ρώτησε ένας. "Σκύλος, δεν το βλέπεις;", είπε ένας άλλος. "Ελα Παναγιά μου", είπε ένας τρίτος. Μέσα σε λίγες μέρες έγινε η μασκότ του καφενείου και ο αγαπημένος σκύλος όλου του χωριού. Και τι δεν έκανε. Ανοιγε την πόρτα, έκλεινε την πόρτα, μάζευε τα σκουπίδια -χαρτιά, καπάκια, αποτσίγαρα- και τα πήγαινε στη γωνιά με τα σκουπίδια. Κυνήγαγε τις γάτες...