Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ποίηση και Συμβουλευτική, XVIII

Gaily bedight,
A gallant knight,
In sunshine and in shadow
Had journeyed long,
Singing a song,
In search of Eldorado.

But he grew old-
This knight so bold-
And o'er his heart a shadow
Fell as he found
No spot of ground
That looked like Eldorado.

And, as his strength
Failed him at length,
He met a pilgrim shadow-
"Shadow," said he, "Where can it be-
This land of Eldorado?"

"Over the Mountains
Of the Moon,
Down the Valley of the Shadow,
Ride, boldly ride,"
The shade replied-
"If you seek for Eldorado!"

Ο ψυχωμένος καβαλάρης
Με πλουμί και χαρμονή
Μακρύ ταξίδι αρχινεί,
Με καταχνιά και με λιακάδα,
Τραγουδώντας για να ‘βρει
τη Χρυσή Πεδιάδα.

Άσπρίζει όμως
Ο γενναίος Ευγενής-
Και η καρδιά του έχει μαυρίσει•
Τη γη του Ελντοράντο
δεν έχει ακόμα
αντικρύσει.

Και καθώς η ρώμη του
Σιγά –σιγά τον παρατά
Το φάντασμα οδοιπόρου συναντά-
«Ίσκιε», του μιλά,
«Που να βρίσκεται τώρα-
Του Ελντοράντο η χώρα;»

«Με θάρρος καβάλα τ’ άλογο σου,
Ψηλά στ’ απάτητα βουνά,
Μέχρι το φεγγάρι,
Και τη σκοτεινή πεδιάδα»,
Ο ίσκιος του απαντά –
«Και θα’ βρεις τη Χρυσή Κοιλάδα!»

Πηγή: "Eldorado" by Edgar Allen Poe


P.S. Διασκευή του ποιήματος ακούγεται στο ελεγειακό western "El Dorado" του Howard Hawks.
Οι στίχοι είναι του John Gabriel, η μουσική του Nelson Riddle και το τραγουδά ο George Alexander, που συνοδεύεται από τους The Mellomen.

Ο μύθος του El Dorado ξεκινά το 1530 όταν ο Ισπανός κατακτητής Gonzalo Jimenez de Quesada ανακάλυψε το έθνος των Muisca στις Άνδεις, στη σημερινή Κολομβία. Στα ισπανικά σημαίνει «το Χρυσό Βασίλειο» για την ανακάλυψη του οποίου, στην κοιλάδα του Αμαζόνιου, ξεκίνησαν το 1541 από το Quito – πρωτεύουσα του Ecuador -, οι Ισπανοί Francisco Orellana και Gonzalo Pizarro.
Τον Gonzalo Jimenez de Quesada μάλλον είχε στο νου του ο Miguel de Cervantes Saavedra όταν έγραφε τον Don Quixote de la Mancha.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξόδεψαν όλη τους τη ζωή καμαρώνοντας για τα πάθη τους

Ηeroes. Victims. Gods and human beings. All throwing shapes, every one of them Convinced he's in the right, all of them glad To repeat themselves and their every last mistake, No matter what. People so deep into Their own self-pity self-pity buoys them up. People so staunch and true, they're fixated, Shining with self-regard like polished stones. And their whole life spent admiring themselves For their own long-suffering. Licking their wounds And flashing them around like decorations (pp. 1-2). ... Human beings suffer, they torture one another, they get hurt and get hard. No poem or play or songcan fully right a wrong inflicted or endured. … History says, Don't hope on this side of the grave. But then, once in a lifetime the longed for tidal wave of justice can rise up, and hope and history rhyme (p.77). … Ήρωες και θύματα συνάμα. Θεοί ίδιοι με ανθρώπινα πλάσματα. Παραδαρμένες φιγούρες και ο καθένας να πιστεύει πως το δίκιο με το μέρος τ...

Η ζωή του ανθρώπου είναι καμωμένη από καιρούς

Σκέψη του παροδικού που σε παραλύει. Σπίτια, θάνατοι, χωρισμοί. Η ζωή του ανθρώπου είναι καμωμένη από καιρούς: καιρός να σπείρεις, καιρός να θερίσεις, καιρός της θλίψης, καιρός της χαράς, καιρός της αγάπης, καιρός της μοναξιάς. Αν το σκεφτείς έτσι, θα μπορέσεις και στη χαμηλότερη στιγμή να στηριχτείς, γιατί κι αυτή θα ανήκει σ’ έναν από τους καιρούς της ζωής σου. Πηγή: Γιώργος Σεφέρης (1977). Μέρες Γ΄, 1934-1940. Αθήνα: Ίκαρος.

Γράμματα σε μια Νέα Γυναίκα

Γράμματα σε μια Νέα Γυναίκα Αγαπημένη μου - να που βρήκα την κατάλληλη προσφώνηση σ’ αυτά τα παθητικά κρυφομιλήματα -. Σας έχω συναντήσει σ’ όλες τις προηγούμενες ζωές μου, όλους τους περασμένους αιώνες. Στη Βερόνα, στο κατάστρωμα ενός πλοίου, στις σελίδες του Ethica seu scito te ipsum, στο Ασμα Ασμάτων. Μ’ αυτόν το Αρχαίο Πτερνιστή τον Χρόνο, αναμετρήθηκα σαν ίσος προς ίσο. Έγινα, προς χάρη σας, ποιητής για να διαφιλονικήσω μαζί του. Για μην σας εγκαταλείψω στη σκόνη  του Καιρού. Για να ξορκίσω τον βραχνά της φθοράς με τις στροφές μου. Δεν ήταν ο βάρδος του Avon που τον φοβέριζε. Εγώ ήμουν. Devouring Time, blunt thou the lion's paws, And make the earth devour her own sweet brood; Pluck the keen teeth from the fierce tiger's jaws, And burn the long-lived phoenix in her blood; Make glad and sorry seasons as thou fleets, And do whate'er thou wilt, swift-footed Time, To the wide world and all her fading sweets; But I forbid thee one most heinous crime: O, car...