Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Έρωτας, III


Lösch mir die Augen aus: ich kann dich sehn,
wirf mir die Ohren zu: ich kann dich hören,
und ohne Füße kann ich zu dir gehn,
und ohne Mund noch kann ich dich beschwören.
Brich mir die Arme ab, ich fasse dich
mit meinem Herzen wie mit einer Hand,
halt mir das Herz zu, und mein Hirn wird schlagen,
und wirfst du in mein Hirn den Brand,
so werd ich dich auf meinem Blute tragen.

Σβήσε τα μάτια μου˙ μπορώ να σε κοιτάζω,
τ' αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ' ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να 'ρθω σ' εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι.

Πηγή: “Lösch mir die Augen aus…“ aus «Das Stunden-Buch - Von der Pilgerschaft» von Rainer Maria Rilke. Η μετάφραση (''Σβήσε τα μάτια μου...'') είναι του Κωστή Παλαμά και δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία (τχ. 377, 15.2.1943, σ. 193).
  • … Ο Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε µου έδωσε τις πνευματικές αισθήσεις του για να βιώνω το άγνωστο: να βλέπω πέρα από το ορατό και, για ν' ακούω, να παραβιάζω αυτή τούτη την τρομερή σιωπή των, ζωντανών όλων, πραγμάτων. Κι όλα αυτά όχι απλά µόνο γι' αυτό τούτο το κάλλος της αισθητικής ευφροσύνης, το τόσο πολύτιμο για την εσώτερη αρμονία και ισορροπία μας, παρά κυρίως για το κάλλος που παιδεύει ηθικά κι ολοκληρώνει τον άνθρωπο σ' αρετή και κατανόηση. Σε κατανόηση των πραγμάτων (όχι για τα ίδια αυτά, γιατί είναι ό,τι είναι: τελειωμένα, αυτάρκη, και δε µας έχουν ανάγκη, αλλά για τους ίδιους εμάς) και, προπαντός, του ανθρώπου για τον άνθρωπο… ('Aρης ∆ικταίος, Εκλογή από το ποιητικό έργο του Rainer Maria Rilke, Αθήναι, εκδ. Κάδµος, 1957).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξόδεψαν όλη τους τη ζωή καμαρώνοντας για τα πάθη τους

Ηeroes. Victims. Gods and human beings. All throwing shapes, every one of them Convinced he's in the right, all of them glad To repeat themselves and their every last mistake, No matter what. People so deep into Their own self-pity self-pity buoys them up. People so staunch and true, they're fixated, Shining with self-regard like polished stones. And their whole life spent admiring themselves For their own long-suffering. Licking their wounds And flashing them around like decorations (pp. 1-2). ... Human beings suffer, they torture one another, they get hurt and get hard. No poem or play or songcan fully right a wrong inflicted or endured. … History says, Don't hope on this side of the grave. But then, once in a lifetime the longed for tidal wave of justice can rise up, and hope and history rhyme (p.77). … Ήρωες και θύματα συνάμα. Θεοί ίδιοι με ανθρώπινα πλάσματα. Παραδαρμένες φιγούρες και ο καθένας να πιστεύει πως το δίκιο με το μέρος τ...

Η ζωή του ανθρώπου είναι καμωμένη από καιρούς

Σκέψη του παροδικού που σε παραλύει. Σπίτια, θάνατοι, χωρισμοί. Η ζωή του ανθρώπου είναι καμωμένη από καιρούς: καιρός να σπείρεις, καιρός να θερίσεις, καιρός της θλίψης, καιρός της χαράς, καιρός της αγάπης, καιρός της μοναξιάς. Αν το σκεφτείς έτσι, θα μπορέσεις και στη χαμηλότερη στιγμή να στηριχτείς, γιατί κι αυτή θα ανήκει σ’ έναν από τους καιρούς της ζωής σου. Πηγή: Γιώργος Σεφέρης (1977). Μέρες Γ΄, 1934-1940. Αθήνα: Ίκαρος.

Γράμματα σε μια Νέα Γυναίκα

Γράμματα σε μια Νέα Γυναίκα Αγαπημένη μου - να που βρήκα την κατάλληλη προσφώνηση σ’ αυτά τα παθητικά κρυφομιλήματα -. Σας έχω συναντήσει σ’ όλες τις προηγούμενες ζωές μου, όλους τους περασμένους αιώνες. Στη Βερόνα, στο κατάστρωμα ενός πλοίου, στις σελίδες του Ethica seu scito te ipsum, στο Ασμα Ασμάτων. Μ’ αυτόν το Αρχαίο Πτερνιστή τον Χρόνο, αναμετρήθηκα σαν ίσος προς ίσο. Έγινα, προς χάρη σας, ποιητής για να διαφιλονικήσω μαζί του. Για μην σας εγκαταλείψω στη σκόνη  του Καιρού. Για να ξορκίσω τον βραχνά της φθοράς με τις στροφές μου. Δεν ήταν ο βάρδος του Avon που τον φοβέριζε. Εγώ ήμουν. Devouring Time, blunt thou the lion's paws, And make the earth devour her own sweet brood; Pluck the keen teeth from the fierce tiger's jaws, And burn the long-lived phoenix in her blood; Make glad and sorry seasons as thou fleets, And do whate'er thou wilt, swift-footed Time, To the wide world and all her fading sweets; But I forbid thee one most heinous crime: O, car...