Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Βουδδικό προοίμιο

Όταν μια μέρα το νεαρό βασιλόπουλο Σιντάρτα, μας λένε οι βιογραφίες του Βούδδα, βγήκεν απ΄ το παλάτι του με το αμάξι του σ’ έναν κήπο, είδε ένα γέρο σκυφτό, που ακουμπούσε σ’ ένα ραβδί. Ρωτώντας τον αμαξά του, έμαθε πως η μοίρα του ανθρώπου αυτού, που δεν έχει παρά λίγο να ζήσει, είναι η μοίρα όλων των ανθρώπων και πως και το ίδιο το βασιλόπουλο θα καταντήσει μια μέρα σαν αυτόν.
- Γύρισε με πίσω στο παλάτι, είπε.
Και γυρνώντας στο παλάτι, άρχισε να συλλογίζεται πως η γέννηση είναι ντροπή. Μα δεν ήρθεν ακόμα η ώρα ν΄ αφήση τη χαρούμενη ζωή του παλατιού.
Άλλη μια μέρα που βγήκε με το αμάξι του στον κήπο, είδε έναν άρρωστο κατάκοιτο στη γη. Ρωτώντας τον αμαξά του, έμαθε πως αυτό είναι η μοίρα όλων των ανθρώπων. Και πρόσταξε να τον γυρίσουν πίσω. Γυρίζοντας στο παλάτι, συλλογιόταν πως, όσο υπάρχουν τα γερατειά κι η αρρώστια, η γέννηση είναι ντροπή.
Άλλη μια μέρα που βγήκε με το αμάξι στον κήπο, είδε να ετοιμάζουν την πυρά για να κάψουν έναν πεθαμένο.
Ρωτώντας τον αμαξά του, έμαθε πως αυτό θα είναι η μοίρα όλων των ανθρώπων και θα είναι κι η δική του. Και πρόσταξε να τον γυρίσουν πίσω. Γυρίζοντας στο παλάτι, συλλογιόταν πως, όσο υπάρχουν τα γερατειά, η αρρώστια κι ο θάνατος, η γέννηση είναι ντροπή.
Άλλη μια μέρα που βγήκε με το αμάξι του στον κήπο, είδε έναν άνθρωπο που δεν ήταν ντυμένος σαν τους άλλους. Ρωτώντας τον αμαξά του, έμαθε πως αυτός είναι ασκητής· πως έφυγεν απ’ το σπίτι του, πως αφιερώθηκε στη θρησκευτική ζωή, πως ζη στην ησυχία, δεν κάνει κακό σε κανένα και συμπαθεί κάθε άλλη ψυχή που ζη σ΄ αυτόν τον κόσμο. Και τότε πρόσταξε να τον γυρίσουν πίσω.
Κι αφού γύρισε στο παλάτι, έκοψε τα μαλλιά του, έβγαλε τα βασιλικά του ρούχα και φόρεσε το ράσο του καλόγερου. Και βλέποντας πως το βασιλόπουλο έγινε αναχωρητής, ογδόντα τέσσερες χιλιάδες άλλοι άνθρωποι έκοψαν τα μαλλιά τους, ξύρισαν το πρόσωπο, φόρεσαν το κίτρινο ράσο και τον ακολούθησαν, αποφασισμένοι να ζήσουν την ασκητική ζωή γυρίζοντας τον κόσμο. Και το βασιλόπουλο γύριζε τις πόλεις και τα χωριά συνοδευμένο απ΄ αυτό το πλήθος. Μα σε λίγο ο πρίγκιπας συλλογίστηκε πως πρέπει να ζήσει μόνος, έξω από το πλήθος. Τότε αποτραβήχτηκε στη μοναξιά κι οι ογδόντα τέσσερες χιλιάδες πήγαν αλλού. Κι αφού στοχάστηκε στην ερημιά του ήρθεν η σκέψη: «Αλήθεια, ο κόσμος αυτός είναι δυστυχισμένος. Ο άνθρωπος γεννιέται, γερνά, πεθαίνει και χάνεται ύστερα και κανένας δεν ξέρει τον τρόπο να ξεφύγουμε απ΄ αυτή τη θλίψη, τα γερατειά, το θάνατο. Γιατί τα γερατειά, γιατί η θλίψη, γιατί ο θάνατος;»
Τότε άρχισεν η σκέψη του, αυτή που τον οδήγησε να φτάση στην απολύτρωση και να γίνει Βούδδας. Απομονωμένος και προσηλωμένος στο πρόβλημα της ζωής και του θανάτου, βρήκε πως όλο το κακό είναι πόνος. Ο πόθος της ζωής ανανεώνει ακατάπαυτα τον πόνο. Ο πόνος είναι μέσα στη ζωή. Ο πόθος γεννά τον πόνο. Το κακό είναι παντού μέσα στη ζωή. Ο μοναδικός σκοπός του σοφού είναι να βάλη τέλος σ΄ αυτή την αδιάκοπη διαδοχή του κακού, καταστρέφοντας μέσα του τον πόθο του ζην, ως που να φτάση στη μακάρια κατάσταση της ανυπαρξίας, στη Νιρβάνα. Ο σοφός δεν πιστεύει στην πραγματικότητα του κόσμου. Το σύμπαν που βλέπουμε είναι μία πλάνη. Η άγνοια κάνει ώστε να παίρνωμε το περαστικό για το διαρκές και να αποδίδωμε στα φαινόμενα του κόσμου τούτου τη διάρκεια και την πραγματικότητα. Ό,τι γεννιέται πεθαίνει. Το σώμα μας είναι φθαρτό. Το εγώ μας σχηματίζεται όλο από φθαρτά στοιχεία, και μια φορά που είναι φθαρτό, δεν είναι δικό μας. Όποιος έγινε σοφός, θα μισήση το σώμα του, τα αισθήματα, την ιδέα, τη γνώση, όλο το φθαρτό του εγώ. Θα καταστρέψη την προσωπική του ύπαρξη. Ο θάνατος δεν είναι ικανός να καταστρέψη το εγώ μας, επειδή το εγώ αυτό, αν πεθάνωμε, θα ξαναγεννηθή πολλές φορές κι ο πόνος θα ξανάρχεται με πολλές μορφές. Το εγώ δεν καταστρέφεται παρά απ΄ τον ίδιο τον εαυτό του. Εκείνος που θα καταστρέψη το εγώ του αφανίζοντας τα πάθη του και με τη θυσία της προσωπικής του ύπαρξης, θα βυθιστή μέσα στην παγκόσμια και την αιώνια ουσία, είναι ο σοφός. Μπορεί να πη «απολυτρώθηκα». Ο πόνος δε μπορεί πια να τον αγγίξη, η πλάνη του κόσμου δε μπορεί να τον γελάση. Μπήκε στη Νιρβάνα…

Πηγή: ‘Το Βουδδικό προοίμιο’ από το βιβλίο του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Άγιον Όρος». Βιβλιοπωλείον της Εστίας.


  • Ο Arthur Schopenhauer (1788 – 1860) με το έργο του "Die Welt als Wille und Vorstellung" μύησε τη Δυτική Φιλοσοφία στο Βουδδισμό.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξόδεψαν όλη τους τη ζωή καμαρώνοντας για τα πάθη τους

Ηeroes. Victims. Gods and human beings. All throwing shapes, every one of them Convinced he's in the right, all of them glad To repeat themselves and their every last mistake, No matter what. People so deep into Their own self-pity self-pity buoys them up. People so staunch and true, they're fixated, Shining with self-regard like polished stones. And their whole life spent admiring themselves For their own long-suffering. Licking their wounds And flashing them around like decorations (pp. 1-2). ... Human beings suffer, they torture one another, they get hurt and get hard. No poem or play or songcan fully right a wrong inflicted or endured. … History says, Don't hope on this side of the grave. But then, once in a lifetime the longed for tidal wave of justice can rise up, and hope and history rhyme (p.77). … Ήρωες και θύματα συνάμα. Θεοί ίδιοι με ανθρώπινα πλάσματα. Παραδαρμένες φιγούρες και ο καθένας να πιστεύει πως το δίκιο με το μέρος τ...

Η ζωή του ανθρώπου είναι καμωμένη από καιρούς

Σκέψη του παροδικού που σε παραλύει. Σπίτια, θάνατοι, χωρισμοί. Η ζωή του ανθρώπου είναι καμωμένη από καιρούς: καιρός να σπείρεις, καιρός να θερίσεις, καιρός της θλίψης, καιρός της χαράς, καιρός της αγάπης, καιρός της μοναξιάς. Αν το σκεφτείς έτσι, θα μπορέσεις και στη χαμηλότερη στιγμή να στηριχτείς, γιατί κι αυτή θα ανήκει σ’ έναν από τους καιρούς της ζωής σου. Πηγή: Γιώργος Σεφέρης (1977). Μέρες Γ΄, 1934-1940. Αθήνα: Ίκαρος.

Γράμματα σε μια Νέα Γυναίκα

Γράμματα σε μια Νέα Γυναίκα Αγαπημένη μου - να που βρήκα την κατάλληλη προσφώνηση σ’ αυτά τα παθητικά κρυφομιλήματα -. Σας έχω συναντήσει σ’ όλες τις προηγούμενες ζωές μου, όλους τους περασμένους αιώνες. Στη Βερόνα, στο κατάστρωμα ενός πλοίου, στις σελίδες του Ethica seu scito te ipsum, στο Ασμα Ασμάτων. Μ’ αυτόν το Αρχαίο Πτερνιστή τον Χρόνο, αναμετρήθηκα σαν ίσος προς ίσο. Έγινα, προς χάρη σας, ποιητής για να διαφιλονικήσω μαζί του. Για μην σας εγκαταλείψω στη σκόνη  του Καιρού. Για να ξορκίσω τον βραχνά της φθοράς με τις στροφές μου. Δεν ήταν ο βάρδος του Avon που τον φοβέριζε. Εγώ ήμουν. Devouring Time, blunt thou the lion's paws, And make the earth devour her own sweet brood; Pluck the keen teeth from the fierce tiger's jaws, And burn the long-lived phoenix in her blood; Make glad and sorry seasons as thou fleets, And do whate'er thou wilt, swift-footed Time, To the wide world and all her fading sweets; But I forbid thee one most heinous crime: O, car...