Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Όταν ξεκινήσαμε για την Αλβανία ήταν φθινόπωρο…



Όταν ξεκινήσαμε για την Αλβανία ήταν φθινόπωρο..» Πάντα έτσι άρχιζε ο πατέρας μου αυτή τη μέρα, κάθε χρόνο, να περιγράφει με τον δικό του τρόπο πως έζησε εκείνες τις μέρες.
«-. Το πρωί, όπως πάντα, η μάνα μου ετοίμασε φαγητό να το πάω στον πατέρα που δούλευε ολονυχτίς στον νερόμυλο. Κατηφορίζοντας από το βουνό, εικοσιτριών χρονώ ήμουν τότε, άκουσα καμπάνες να βαράνε. Δεν θυμόμουνα καμιά γιορτή, φθάνοντας όμως στο κάμπο ένας χωροφύλακας, που έφθασε από το Σοπωτό με μοτοσικλέτα, μοίραζε ήδη τα φυλλάδια επιστράτευσης. Περάσαμε στα Τριπόταμα με τα πόδια – τότε δεν υπήρχε η γέφυρα – και το λεωφορείο μας πήγε στη Πάτρα. Η πόλη ήταν βομβαρδισμένη και στους δρόμους νέκρα. Το Δικαστικό Μέγαρο ήταν γεμάτο τρύπες και στους τοίχους του κολλημένα ανθρώπινα μέλη.
Μας πήγαν στην Εγλυκάδα όπου ντυθήκαμε και το βράδυ κοιμηθήκαμε μέσα στις λεμονιές ενώ το πρωί κρυβόμαστε ανάμεσα τους. Εγώ ήμουν στο πυροβολικό και αφού πήραμε διαταγή να φορτώσουμε τα κανόνια στα μουλάρια, ξεκινήσαμε. Περάσαμε νύχτα, με τα καΐκια, στο Αντίρριο και από εκεί βαδίζοντας μόνο τις νύχτες τραβήξαμε για τα σύνορα. Τα πρωινά περνούσαν αεροπλάνα από πάνω μας αλλά ήμασταν καλά κρυμμένοι. Κάποτε φθάσαμε στο Καλπάκι, αλλά είχε αρχίσει η αντεπίθεση και περάσαμε κατευθείαν στην Αλβανία. Τα μουλάρια ήταν τόσο κουρασμένα, όσο και εμείς, και εξαντλημένα από το φορτίο όπου κρεμόμασταν από τις ουρές τους να τραβήξουν και εμάς και δεν κλωτσούσαν.
Το πρώτο βράδυ στην Αλβανία το περάσαμε στο Λεσκοβίκι. Πεινασμένοι, βρώμικοι – η ψείρα είχε γίνει μόνιμος σύντροφος – μπήκαμε σ’ ένα σπίτι. Με νοήματα ζητήσαμε από μια οικογένεια Αλβανών να μας δώσουν να φάμε. Αυτοί, χειρότερα πεινασμένοι από εμάς, μας έδειξαν φοβισμένοι ότι δεν είχαν. Σηκώσαμε τα όπλα να τους τρομάξουμε. Τότε, ακουμπώντας στον γιούκο με τα ρούχα, ένοιωσα τη πλάτη μου να καίει. Μόλις είχαν βγάλει ζεστή μπομπότα και την είχαν βάλει εκεί για μην την βρουν οι εξαθλιωμένοι στρατιώτες. Κάναμε γιορτή εκείνο το βράδι.!
Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε να υποστηρίξουμε το πεζικό για να καταλάβει τη Κορυτσά. Είμαστε από τους πρώτους που μπήκαμε. Μεγάλη χαρά παντού.
Λίγο πριν μπούμε στη πόλη είδαμε έναν Ιταλό με κομμένα τα πόδια, από οβίδα, να είναι μέχρι το λαιμό σε μία λασπωμένη λακκούβα και να φωνάζει : Aqua! Aqua! Μας πιάστηκε η ψυχή. Ήρθε το Υγειονομικό και τον πήρε. Δεν ξέρω τι απέγινε.
Έτσι περάσαμε από το Φθινόπωρο στον Χειμώνα και δεν το καταλάβαμε…»



Πέρυσι (Σεπτέμβριος 2005) προσπάθησε να μου πει την ίδια ιστορία αλλά δεν τα κατάφερε. Μετά από λίγες μέρες πέθανε. Και εγώ δεν «ήμουν» εκεί. Τόσα χρόνια όμως, από μικρό παιδί, άκουγα την ίδια ιστορία και δεν κουράστηκα ποτέ. Περίμενα, πως και πως, να έρθει αυτή η μέρα να ξεκινήσω κι εγώ μαζί τους, όπως κάθε φθινόπωρο, για την Αλβανία.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξόδεψαν όλη τους τη ζωή καμαρώνοντας για τα πάθη τους

Ηeroes. Victims. Gods and human beings. All throwing shapes, every one of them Convinced he's in the right, all of them glad To repeat themselves and their every last mistake, No matter what. People so deep into Their own self-pity self-pity buoys them up. People so staunch and true, they're fixated, Shining with self-regard like polished stones. And their whole life spent admiring themselves For their own long-suffering. Licking their wounds And flashing them around like decorations (pp. 1-2). ... Human beings suffer, they torture one another, they get hurt and get hard. No poem or play or songcan fully right a wrong inflicted or endured. … History says, Don't hope on this side of the grave. But then, once in a lifetime the longed for tidal wave of justice can rise up, and hope and history rhyme (p.77). … Ήρωες και θύματα συνάμα. Θεοί ίδιοι με ανθρώπινα πλάσματα. Παραδαρμένες φιγούρες και ο καθένας να πιστεύει πως το δίκιο με το μέρος τ...

Η ζωή του ανθρώπου είναι καμωμένη από καιρούς

Σκέψη του παροδικού που σε παραλύει. Σπίτια, θάνατοι, χωρισμοί. Η ζωή του ανθρώπου είναι καμωμένη από καιρούς: καιρός να σπείρεις, καιρός να θερίσεις, καιρός της θλίψης, καιρός της χαράς, καιρός της αγάπης, καιρός της μοναξιάς. Αν το σκεφτείς έτσι, θα μπορέσεις και στη χαμηλότερη στιγμή να στηριχτείς, γιατί κι αυτή θα ανήκει σ’ έναν από τους καιρούς της ζωής σου. Πηγή: Γιώργος Σεφέρης (1977). Μέρες Γ΄, 1934-1940. Αθήνα: Ίκαρος.

Γράμματα σε μια Νέα Γυναίκα

Γράμματα σε μια Νέα Γυναίκα Αγαπημένη μου - να που βρήκα την κατάλληλη προσφώνηση σ’ αυτά τα παθητικά κρυφομιλήματα -. Σας έχω συναντήσει σ’ όλες τις προηγούμενες ζωές μου, όλους τους περασμένους αιώνες. Στη Βερόνα, στο κατάστρωμα ενός πλοίου, στις σελίδες του Ethica seu scito te ipsum, στο Ασμα Ασμάτων. Μ’ αυτόν το Αρχαίο Πτερνιστή τον Χρόνο, αναμετρήθηκα σαν ίσος προς ίσο. Έγινα, προς χάρη σας, ποιητής για να διαφιλονικήσω μαζί του. Για μην σας εγκαταλείψω στη σκόνη  του Καιρού. Για να ξορκίσω τον βραχνά της φθοράς με τις στροφές μου. Δεν ήταν ο βάρδος του Avon που τον φοβέριζε. Εγώ ήμουν. Devouring Time, blunt thou the lion's paws, And make the earth devour her own sweet brood; Pluck the keen teeth from the fierce tiger's jaws, And burn the long-lived phoenix in her blood; Make glad and sorry seasons as thou fleets, And do whate'er thou wilt, swift-footed Time, To the wide world and all her fading sweets; But I forbid thee one most heinous crime: O, car...