Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Συναισθήματα, VI

Η ψυχή μου, που αδιάκοπα της κόβονταν τα φτερά σε κάθε της προσπάθεια να εκφραστεί, αναδιπλώθηκε στο τέλος στον εαυτό της και τη φυσική μου ειλικρίνεια διαδέχτηκε η παγερότητα και η επιφύλαξη…
Ήμουνα δειλός και αδέξιος και δεν πίστευα πως μπορούσα νάχω την παραμικρότερη επιρροή σε κανέναν, σιχαινόμουνα τον εαυτό μου, τον έβρισκα άσκημο, κ’ η ματιά μου μού προξενούσε ντροπή. Παρά την εσώτερη φωνή που ενθαρρύνει τους ανθρώπους με ταλέντο στους αγώνες τους και που μου φώναξε: «Κουράγιο! Προχώρα!» Παρά την ξαφνική αποκάλυψη της δύναμης μου μέσα στη μοναξιά μου, παρά την ελπίδα που μ’ εμψύχωνε όταν σύγκρινα τα έργα που θαύμαζε ο κόσμος με εκείνα που φτερούγιζαν στη σκέψη μου, αμφέβαλλα διαρκώς για τον εαυτό μου σαν παιδί. Ήμουνα κυριευμένος από μία παράφορη φιλοδοξία και πίστευα πως ήμουν προορισμένος για μεγάλα έργα, κ’ ένοιωθα πως βρισκόμουνα στο κενό…
… Ανάμεσα στους νεαρούς της ηλικίας μου, μια παρέα από φαμφαρόνους που πήγαιναν με το κεφάλι ψηλά, που έλεγαν ασημαντότητες, που κάθονταν δίχως να τρέμουν πλάι στις πιο επιβλητικές, κατά τη γνώμη μου, γυναίκες, που ξανοίγονταν σε αυθάδειες, που μασούσαν τις άκρες των μουστακιών τους, που ακίζονταν, που κακολογούσαν τα πιο χαριτωμένα πρόσωπα, που είχαν βάλει ή που ισχυρίζονταν πως είχαν βάλει τη μούρη τους πάνω σ΄ όλα τα μαξιλάρια, που καμώνονταν πως περιφρονούν τις ηδονές, που θεωρούσαν τις πιο ενάρετες, τις πιο φρόνιμες γυναίκες σαν την πιο εύκολη κατάχτηση, που ένας λόγος, μια τολμηρή χειρονομία, το πρώτο αυθάδικο βλέμμα τους θα τις έκανε θύματα τους.
Σας ομολογώ μ’ όλη μου τη ψυχή, και μ’ όλη τη συνείδηση μου, πως η κατάχτηση της εξουσίας ή μιας φιλολογικής φήμης μου φαινόταν ένας θρίαμβος πιο εύκολος από μια επιτυχία σε μια γυναίκα της υψηλής κοινωνικής τάξης, νέα, πνευματώδη και χαριτωμένη.
… Είδα πολλές απ΄ αυτές, που λάτρευα από μακριά, που τους χάριζα μια καρδιά έτοιμη για κάθε δοκιμασία, μια ψυχή έτοιμη να σπαραχτεί, μια ενεργητικότητα που δεν φοβόταν ούτε θυσίες, ούτε μαρτύρια, κι όλες τους ανήκαν σε ηλίθιους, που ούτε για πορτιέρηδες δεν θάθελα να τους πάρω.
… Το δίχως άλλο, ήμουν πολύ αφελής για μία κοινωνία γεμάτη προσποίηση, που ζει σε τεχνητό φως, που εκφράζει όλες τις σκέψεις της με συμβατικότητες η με τη φρασεολογία που απαιτεί η μόδα. Κ’ ύστερα δεν ήξερα καθόλου να μιλώ σιωπώντας και να σιωπώ με φλύαρη ευγλωττία. Τέλος διατηρώντας μέσα μου τη φωτιά που με κατάκαιγε, με μία ψυχή σαν αυτές που εύχονται να συναντήσουν οι γυναίκες, κυριευμένος απ’ την έξαρση εκείνης που λαχταρώ, με το πάθος και την ενεργητικότητα που παινεύονται πως έχουν οι βλάκες, όλες οι γυναίκες μου συμπεριφέρθηκαν με απιστία και σκληρότητα.
… Ω! Να νοιώθεις πως γεννήθηκες μόνο και μόνο για τον έρωτα, μόνο και μόνο για να κάνεις μια γυναίκα ευτυχισμένη, και να μη βρίσκεις καμιά ενθαρρυντική και ευγενική Μαρσελίνα, καμιά γριά μαρκησία. Να φέρνεις ολόκληρους θησαυρούς στο δισάκι σου και να μη συναντάς έστω κ’ ένα παιδί, μια περίεργη μικρούλα, για να την κάνεις να τους θαυμάσει!
Πόσες φορές δε σκέφτηκα να σκοτωθώ απ΄ την απόγνωση.

Πηγή: «La peau de chagrin» de Honore de Balzac, 1831

P.S. Το έργο «La peau de chagrin» («Το τομάρι του ονάγρου») είναι μία φανταστική νουβέλα, φιλοσοφικού περιεχομένου, και περιέχεται στη μεγάλη ανθολογία διηγήματος του Balzac με το τίτλο «La Com?die humaine». Ο τίτλος παραπέμπει στην «Θεία Κωμωδία» του Dante, αλλά ο Balzac αναφέρεται σε πραγματικούς ανθρώπινους χαρακτήρες. Το «La peau de chagrin» έχει μία σημειολογική αναφορά ήδη από τον τίτλο του καθώς το ουσιαστικό Chagrin στα γαλλικά σημαίνει και Θλίψη.
Η νουβέλα αναφέρεται σε ένα παράξενο φυλακτό το οποίο ανακαλύπτει κάποιος πελάτης σ’ ένα μαγαζί με ασυνήθιστα είδη. Το φυλακτό έχει τη μορφή ενός δέρατος αγριοκάτσικου και μπορεί να εκπληρώνει κάθε επιθυμία, μ’ ένα αντίτιμο όμως. Κάθε φορά που ο πελάτης του ζητούσε μία χάρη ταυτόχρονα σμικρύνεται και στο τέλος εξαφανίζεται!

Είναι λοιπόν δύσκολο όλες μας οι επιθυμίες να πραγματοποιηθούν. Καραδοκεί ο κίνδυνος της αυτοκαταστροφής!
Εκείνη την εποχή εκφράζει αυτή την ανθρώπινη ιδιότητα, που περιγράφεται στο διήγημα του Balzac (1799-1850), o Arthur Schopenhauer (1788-1860) με το φιλοσοφικό του έργο.
Ίσως από το έργο αυτό έχει εμπνευσθεί ο Stephen King που έγραψε την ιστορία για την ταινία Needful Things (1993). Μένει να δούμε και το επόμενο βιβλίο του «The Talisman», που αναμένεται το 2007 για να διαπιστώσουμε πόσο έχει αντιγραφεί ο μεγάλος Γάλλος νοβελίστας.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ανάμεσα στο Καλό και το Κακό

136. Der Eine sucht einen Geburtshelfer für seine Gedanken, der Andre Einen, dem er helfen kann: so entsteht ein gutes Gesprüch. Ο ένας ψάχνει μια μαμμή για τις σκέψεις του, ό άλλος κάποιον τον οποίο μπορεί να βοηθήσει: έτσι γεννιέται μια καλή κουβέντα. 125. Wenn wir über Jemanden umlernen müssen, so rechnen wir ihm die Unbequemlichkeit hart an, die er uns damit macht. Όταν πρέπει ν’ αλλάξουμε τη γνώμη μας για κάποιον, του καταλογίζουμε βαριά το ξεβόλεμα που μας προκαλεί. 98. Wenn man sein Gewissen dressirt, so k ü sst es uns zugleich, indem es beisst. Όταν γυμνάσει κανείς τη συνείδηση του, αυτή μας φυλάει την ίδια στιγμή που μας δαγκώνει. 68. "Das habe ich gethan" sagt mein Ged ä chtniss. Das kann ich nicht gethan haben - sagt mein Stolz und bleibt unerbittlich. Endlich - giebt das Ged ä chtniss nach. «Αυτό έκανα» λέει η μνήμη μου. «Δεν μπορεί να το έκανα αυτό» - λέει η περηφάνια μου και παραμένει άτεγκτη. Στο τέλος – μνήμη υποχωρεί. Πηγή : Spr ä che und Zwischensp

Ποίηση και Συμβουλευτική ΙΙ

Αν να κρατάς καλά μπορείς το λογικό σου, όταν τριγύρω σου όλοι τα ‘χουν χαμένα και σ’ εσέ της ταραχής τους ρίχνουν την αιτία. Αν να εμπιστεύεσαι μπορείς το ίδιο τον εαυτό σου όταν ο κόσμος δεν σε πιστεύει κι αν μπορείς να του σχωρνάς αυτή τη δυσπιστία. Να περιμένεις αν μπορείς δίχως να χάνεις την υπομονή σου, κι αν άλλοι σε συκοφαντούν να μην καταδεχτείς ποτέ το ψέμα, κι αν σε μισούν, εσύ ποτέ σε μίσος ταπεινό να μην ξεπέσεις, μα να μην κάνεις τον καλό ή τον πολύ σοφό στα λόγια. Αν να ονειρεύεσαι μπορείς και να μην είσαι δούλος των ονείρων, αν να στοχάζεσαι μπορείς δίχως να γίνει ο στοχασμός σκοπός σου, αν αντικρίζεις σου βαστά το θρίαμβο και τη συμφορά παρόμοια κι όμοια να φέρνεσαι σ’ αυτούς τους δύο τυραννικούς απατεώνες, αν σου βαστά η ψυχή ν’ ακούς όποιαν αλήθεια εσύ είχες ειπωμένη παραλλαγμένη απ’ τους κακούς, για ‘ναι για τους άμυαλους παγίδα η συντριμμένα να θωρείς όσα σου ‘χουν ρουφήξει τη ζωή σου και πάλι να ξαναρχινάς να κτίζεις μ’ εργαλεία να ‘ναι φθαρμένα. Αν όσα απόκτησε

Ξόδεψαν όλη τους τη ζωή καμαρώνοντας για τα πάθη τους

Ηeroes. Victims. Gods and human beings. All throwing shapes, every one of them Convinced he's in the right, all of them glad To repeat themselves and their every last mistake, No matter what. People so deep into Their own self-pity self-pity buoys them up. People so staunch and true, they're fixated, Shining with self-regard like polished stones. And their whole life spent admiring themselves For their own long-suffering. Licking their wounds And flashing them around like decorations (pp. 1-2). ... Human beings suffer, they torture one another, they get hurt and get hard. No poem or play or songcan fully right a wrong inflicted or endured. … History says, Don't hope on this side of the grave. But then, once in a lifetime the longed for tidal wave of justice can rise up, and hope and history rhyme (p.77). … Ήρωες και θύματα συνάμα. Θεοί ίδιοι με ανθρώπινα πλάσματα. Παραδαρμένες φιγούρες και ο καθένας να πιστεύει πως το δίκιο με το μέρος τ