Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ποίηση και Συμβουλευτική, XXIII

Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Ελευσίνος και στης Φθίας τα παλάτια
η Δήμητρα κ’ η Θέτις αρχινούν έργα καλά
μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύν καπνόν. Aλλά
πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ’ επεμβαίνει.

Πηγή: «Διακοπή» από τον Κωνσταντίνο Καβάφη.

Η Δήμητρα, μητέρα της Περσεφόνης, καθώς περιπλανιέται πενθώντας την χαμένη της κόρη φθάνει κάποια στιγμή στο παλάτι του Κελεού, στην Ελευσίνα. Μεταμφιεσμένη σε ζητιάνα κάθεται στο Παρθένιον Φρέαρ, κάτω από τον ίσκιο μίας ελιάς, για να ξεκουραστεί. Εκεί την βρήκαν οι τέσσερις κόρες του Βασιλιά που ήλθαν ως το πηγάδι για να πάρουν νερό. Η μικρότερη, η Καλλιδίκη, την λυπήθηκε και την πήρε μαζί τους στο ανάκτορο. Εκεί τις υποδέχθηκε η γυναίκα του Κελεού, η Μετάνειρα, που κρατούσε στην αγκαλιά τον Δημοφώντα, «καρπό των γηρατειών τους και αργοπορημένο φύτρο», όπως λέει ο ποιητής του Ομηρικού Ύμνου. Η Βασίλισσα διαισθάνθηκε την βαθειά της θλίψη, την συμπόνεσε και θέλησε να την διασκεδάσει. Ανέθεσε στη δούλα της την Ιάμβη, να της τραγουδά – με Ιαμβική Ποίηση – και να της κάνει αστεία καμώματα και μούτες. Η γλυκύτητα που διατηρούσε η μορφή της Θεάς έκανε την Μετάνειρα να αποφασίσει να της εμπιστευθεί την ανατροφή του μικρού πρίγκιπα. Η Δήμητρα άρχισε να ανατρέφει τον νεαρό Δημοφώντα «όμοια με θεό, χωρίς να θηλάζει. Κάθε τόσο το άλειφε απαλά με αμβροσία και με τον στόμα τον χουχούλιαζε. Την νύχτα, τον τύλιγε με τη δύναμη της φωτιάς, σαν αναμμένο πυρσό». Οι γέρο-Βασιλιάδες έβλεπαν το θαύμα «που μεγάλωνε έτσι και γέρευε ο γιος τους μοιάζοντας στους Θεούς. Και η Δήμητρα θα τον γλύτωνε από τις συμφορές και τον θάνατο, αν η Μετάνειρα δε φερνόταν ασύνετα και δεν κοίταζε από το αρωματισμένο της δωμάτιο να δει τι κάνει η Θεά. Φοβήθηκε μην πάθει τίποτα ο γιός της και ξεφώνισε και χτύπησε με τα χέρια τα μηρά της και έκανε μέγα σφάλμα μέσα της». Η Θεά οργίστηκε και απίθωσε κατάχαμα το παιδί λέγοντας ότι «δε θα φοβόταν γηρατειά κι ούτε θάνατο θα φοβότανε ποτέ του και θα γινόταν άξιο να απολαύσει αιώνιες τιμές. Τώρα όμως κανείς δεν θα μπορέσει να το γλυτώσει ούτε απ’ τον θάνατο, ούτε απ’ τις Μοίρες»

Η Θέτις, μας λέει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος, «ήθελε να κάνει αθάνατο το γιο της και κάθε νύχτα τον έβαζε στη φωτιά, κρυφά από τον Πηλέα, για να καεί ότι θνητό είχε πάρει από τον πατέρα του και την μέρα τον άλειφε με αμβροσία. Μα ο Βασιλιάς της Φθίας την παρακολούθησε μια νύχτα και βλέποντας το γιό του να σπαράζει στη φωτιά, έμπηξε τις φωνές. Η Θέτις, βλέποντας πως δεν την αφήνουνε να φθάσει στο σκοπό της, παράτησε το παιδί και γύρισε στις αδελφές της, τις Νηρηίδες.» Το παιδί έμεινε αβύζαχτο και ο Κένταυρος Χείρωνας που το μεγάλωσε το ονόμασε για αυτό τον λόγο Αχιλλέα- αυτός που δεν άγγιξαν τα χείλη του γυναικείους μαστούς.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ανάμεσα στο Καλό και το Κακό

136. Der Eine sucht einen Geburtshelfer für seine Gedanken, der Andre Einen, dem er helfen kann: so entsteht ein gutes Gesprüch. Ο ένας ψάχνει μια μαμμή για τις σκέψεις του, ό άλλος κάποιον τον οποίο μπορεί να βοηθήσει: έτσι γεννιέται μια καλή κουβέντα. 125. Wenn wir über Jemanden umlernen müssen, so rechnen wir ihm die Unbequemlichkeit hart an, die er uns damit macht. Όταν πρέπει ν’ αλλάξουμε τη γνώμη μας για κάποιον, του καταλογίζουμε βαριά το ξεβόλεμα που μας προκαλεί. 98. Wenn man sein Gewissen dressirt, so k ü sst es uns zugleich, indem es beisst. Όταν γυμνάσει κανείς τη συνείδηση του, αυτή μας φυλάει την ίδια στιγμή που μας δαγκώνει. 68. "Das habe ich gethan" sagt mein Ged ä chtniss. Das kann ich nicht gethan haben - sagt mein Stolz und bleibt unerbittlich. Endlich - giebt das Ged ä chtniss nach. «Αυτό έκανα» λέει η μνήμη μου. «Δεν μπορεί να το έκανα αυτό» - λέει η περηφάνια μου και παραμένει άτεγκτη. Στο τέλος – μνήμη υποχωρεί. Πηγή : Spr ä che und Zwischensp

Ποίηση και Συμβουλευτική ΙΙ

Αν να κρατάς καλά μπορείς το λογικό σου, όταν τριγύρω σου όλοι τα ‘χουν χαμένα και σ’ εσέ της ταραχής τους ρίχνουν την αιτία. Αν να εμπιστεύεσαι μπορείς το ίδιο τον εαυτό σου όταν ο κόσμος δεν σε πιστεύει κι αν μπορείς να του σχωρνάς αυτή τη δυσπιστία. Να περιμένεις αν μπορείς δίχως να χάνεις την υπομονή σου, κι αν άλλοι σε συκοφαντούν να μην καταδεχτείς ποτέ το ψέμα, κι αν σε μισούν, εσύ ποτέ σε μίσος ταπεινό να μην ξεπέσεις, μα να μην κάνεις τον καλό ή τον πολύ σοφό στα λόγια. Αν να ονειρεύεσαι μπορείς και να μην είσαι δούλος των ονείρων, αν να στοχάζεσαι μπορείς δίχως να γίνει ο στοχασμός σκοπός σου, αν αντικρίζεις σου βαστά το θρίαμβο και τη συμφορά παρόμοια κι όμοια να φέρνεσαι σ’ αυτούς τους δύο τυραννικούς απατεώνες, αν σου βαστά η ψυχή ν’ ακούς όποιαν αλήθεια εσύ είχες ειπωμένη παραλλαγμένη απ’ τους κακούς, για ‘ναι για τους άμυαλους παγίδα η συντριμμένα να θωρείς όσα σου ‘χουν ρουφήξει τη ζωή σου και πάλι να ξαναρχινάς να κτίζεις μ’ εργαλεία να ‘ναι φθαρμένα. Αν όσα απόκτησε

Ξόδεψαν όλη τους τη ζωή καμαρώνοντας για τα πάθη τους

Ηeroes. Victims. Gods and human beings. All throwing shapes, every one of them Convinced he's in the right, all of them glad To repeat themselves and their every last mistake, No matter what. People so deep into Their own self-pity self-pity buoys them up. People so staunch and true, they're fixated, Shining with self-regard like polished stones. And their whole life spent admiring themselves For their own long-suffering. Licking their wounds And flashing them around like decorations (pp. 1-2). ... Human beings suffer, they torture one another, they get hurt and get hard. No poem or play or songcan fully right a wrong inflicted or endured. … History says, Don't hope on this side of the grave. But then, once in a lifetime the longed for tidal wave of justice can rise up, and hope and history rhyme (p.77). … Ήρωες και θύματα συνάμα. Θεοί ίδιοι με ανθρώπινα πλάσματα. Παραδαρμένες φιγούρες και ο καθένας να πιστεύει πως το δίκιο με το μέρος τ