Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ποίηση και Συμβουλευτική, XXIV

Georg Talbot.

Dir war das Unglück eine stenge Schule.
Nicht seine Freudenseite kehrte dir
Das Leben zu. Du sahest keinen Thron
Von ferne, nur das Grab zu deinen Füßen.
Zu Woodstock war's und in des Towers Nacht,
Wo dich der gnäd'ge Vater dieses Landes
Zur ersten Pflicht durch Trübsal auferzog.
Dort suchte dich der Schmeichler nicht. Früh lernte,
Vom eiteln Weltgeräusche nicht zerstreut,
Dein Geist sich sammeln, denkend in sich gehn
Und diesen Lebens wahre Güter schätzen.
- Die Arme rettete kein Gott. Ein zartes Kind
Ward sich verpflanzt nach Frankreich, an den Hof
Des Leichtsinns, der gedankenlosen Freude.
Dort in der Feste ew'ger Trunkenheit
Vernahm sie nie der Wahrheit ernste Stimme.
Geblendet ward sie von der Laster Glanz
Und fortgeführt vom Strome des Verderbens.
Ihr ward der Schönheit eitles Gut zuteil,
Sie überstrahlte blühen alle Weiber,
Und durch Gestalt nicht minder als Geburt - -

Georg Talbot.

Σκολειό αυστηρό για σένα (Elisabeth) η δυστυχία
στάθηκε. Τη χαρούμενη της όψη
δε σού ‘δειξε η ζωή, κανένα θρόνο
μακριάθε εσύ δεν είδες, μόνο μπρος σου
τον τάφο. Αυτής της χώρας ο πατέρας
στο Γούντστοκ, μες στου Πύργου το σκοτάδι,
σ’ ανάθρεψε σκληρά για το καθήκον.
Δε ζύγων’ εκεί κόλακας. Ο νους σου,
ατάραχος από τη μάταιη τύρβη,
συνήθισε να κλειέται στον εαυτό του
με περισυλλογή, στου κόσμου ετούτου
τ’ αληθινά αγαθά να βρίσκει αξία.
Η μαύρη αυτή (Maria Stuart) δεν είχε θεό σωτήρα.
Την πήραν στη Γαλλία μικρούλα ακόμα,
στο ξέγνοιαστο, αλαφρόμυαλο παλάτι,
κι εκεί, μες των γιορτάδων το μεθήσι,
ποτέ της δεν της μίλησε η Αλήθεια.
Της αμαρτίας τη θάμπωσε η γυαλάδα,
της διαφθοράς την τράβηξε το ρέμα.
Με τ΄ αγαθό το μάταιο προικισμένη
της ομορφιάς, πιο πάνω απ’ τις γυναίκες
λουλούδιζε όλες κι έλαμπε, και τόσοη καλλονή της όσο κι η γενιά της - -


Πηγή: Zweiter Aufzug, Dritter Auftritt aus “Maria Stuart” von Friedrich Schiller. Trauerspiel in fünf Aufzügen.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ανάμεσα στο Καλό και το Κακό

136. Der Eine sucht einen Geburtshelfer für seine Gedanken, der Andre Einen, dem er helfen kann: so entsteht ein gutes Gesprüch. Ο ένας ψάχνει μια μαμμή για τις σκέψεις του, ό άλλος κάποιον τον οποίο μπορεί να βοηθήσει: έτσι γεννιέται μια καλή κουβέντα. 125. Wenn wir über Jemanden umlernen müssen, so rechnen wir ihm die Unbequemlichkeit hart an, die er uns damit macht. Όταν πρέπει ν’ αλλάξουμε τη γνώμη μας για κάποιον, του καταλογίζουμε βαριά το ξεβόλεμα που μας προκαλεί. 98. Wenn man sein Gewissen dressirt, so k ü sst es uns zugleich, indem es beisst. Όταν γυμνάσει κανείς τη συνείδηση του, αυτή μας φυλάει την ίδια στιγμή που μας δαγκώνει. 68. "Das habe ich gethan" sagt mein Ged ä chtniss. Das kann ich nicht gethan haben - sagt mein Stolz und bleibt unerbittlich. Endlich - giebt das Ged ä chtniss nach. «Αυτό έκανα» λέει η μνήμη μου. «Δεν μπορεί να το έκανα αυτό» - λέει η περηφάνια μου και παραμένει άτεγκτη. Στο τέλος – μνήμη υποχωρεί. Πηγή : Spr ä che und Zwischensp

Ποίηση και Συμβουλευτική ΙΙ

Αν να κρατάς καλά μπορείς το λογικό σου, όταν τριγύρω σου όλοι τα ‘χουν χαμένα και σ’ εσέ της ταραχής τους ρίχνουν την αιτία. Αν να εμπιστεύεσαι μπορείς το ίδιο τον εαυτό σου όταν ο κόσμος δεν σε πιστεύει κι αν μπορείς να του σχωρνάς αυτή τη δυσπιστία. Να περιμένεις αν μπορείς δίχως να χάνεις την υπομονή σου, κι αν άλλοι σε συκοφαντούν να μην καταδεχτείς ποτέ το ψέμα, κι αν σε μισούν, εσύ ποτέ σε μίσος ταπεινό να μην ξεπέσεις, μα να μην κάνεις τον καλό ή τον πολύ σοφό στα λόγια. Αν να ονειρεύεσαι μπορείς και να μην είσαι δούλος των ονείρων, αν να στοχάζεσαι μπορείς δίχως να γίνει ο στοχασμός σκοπός σου, αν αντικρίζεις σου βαστά το θρίαμβο και τη συμφορά παρόμοια κι όμοια να φέρνεσαι σ’ αυτούς τους δύο τυραννικούς απατεώνες, αν σου βαστά η ψυχή ν’ ακούς όποιαν αλήθεια εσύ είχες ειπωμένη παραλλαγμένη απ’ τους κακούς, για ‘ναι για τους άμυαλους παγίδα η συντριμμένα να θωρείς όσα σου ‘χουν ρουφήξει τη ζωή σου και πάλι να ξαναρχινάς να κτίζεις μ’ εργαλεία να ‘ναι φθαρμένα. Αν όσα απόκτησε

Ξόδεψαν όλη τους τη ζωή καμαρώνοντας για τα πάθη τους

Ηeroes. Victims. Gods and human beings. All throwing shapes, every one of them Convinced he's in the right, all of them glad To repeat themselves and their every last mistake, No matter what. People so deep into Their own self-pity self-pity buoys them up. People so staunch and true, they're fixated, Shining with self-regard like polished stones. And their whole life spent admiring themselves For their own long-suffering. Licking their wounds And flashing them around like decorations (pp. 1-2). ... Human beings suffer, they torture one another, they get hurt and get hard. No poem or play or songcan fully right a wrong inflicted or endured. … History says, Don't hope on this side of the grave. But then, once in a lifetime the longed for tidal wave of justice can rise up, and hope and history rhyme (p.77). … Ήρωες και θύματα συνάμα. Θεοί ίδιοι με ανθρώπινα πλάσματα. Παραδαρμένες φιγούρες και ο καθένας να πιστεύει πως το δίκιο με το μέρος τ